- ευπειθής
- -ές (ΑΜ εὐπειθής, -ές, Α και εὐπιθής)αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικόςνεοελλ.(το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφήευπειθέστατος, -ημε μεγάλη προθυμία, με υπακοή, με σεβασμόαρχ.1. (για φωνή) ευλύγιστος2. (για τροφή) εύπεπτος3. (για πράγματα) εύχρηστος4. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός5. (για χαλινό) αυτός που εύκολα καθιστά το άλογο πειθήνιο.επίρρ...ευπειθώς (ΑΜ εὐπειθῶς)πρόθυμα, με υπακοή, με σεβασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειθής (< πείθω), πρβλ. βραδυ-πειθής, δυσ-πειθής].
Dictionary of Greek. 2013.